- ἐναντλέω
- ἐναντλέω,A draw in: metaph. in [voice] Pass.,
ἀκοὴ φωναῖς ἁπάσαις -ουμένη Ph.1.574
(v.l. ἐπ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκοὴ φωναῖς ἁπάσαις -ουμένη Ph.1.574
(v.l. ἐπ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναντλήσας — ἐναντλήσᾱς , ἐναντλέω draw in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)